νέατος

νέατος
(I)
νέατος, -άτη, -ον και νειάτιος, -ίη, -ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, -άτη, -ον και συνηρ. νῆτος, -η, -ον (Α)
1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.)
2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. νεάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός / νεός «αγρός» + κατάλ. υπερθετικού -ατος αναλογικά προς το δέκατος (πρβλ. έσχ-ατος, πύμ-ατος). Ο τ. νειάτιος < νείατος + κατάλ. -ιος. Ο τ., τέλος, νήατος σχηματίστηκε πιθ. από αμάρτυρο *νῆτος, συνηρημένο τ. τού νέατος (πρβλ. νήτη), κατά το ὕπατος].
————————
(II)
νέατος, -άτη, -ον (Α)
1. (ως προς τον χρόνο) τελευταίος, ύστατος («παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νέατον
για τελευταία φορά («νέατον τεκέων σώματα λεύσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος ανώμαλου υπερθ. τού νέος, κατά τα υπερθετικά σε -ατος (πρβλ. έσχ-ατος), το οποίο συγχύθηκε νωρίς με το νέατος (Ι) / νείατος, υπερθ. τού νειός με σημ. «κατώτατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεατός — breaking up of fallow land masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέατος — uttermost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεατός — (I) νεατός, ή, όν (Α) [νεώ (Ι)] (για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα. (II) νεατός, ὁ (Α) όργωμα, καλλιέργεια χέρσας γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + επίθημα τός (πρβλ. λικμη τός, υε τός)] …   Dictionary of Greek

  • νειάτων — νέατος uttermost fem gen pl (epic) νέατος uttermost masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάτων — νέατος uttermost fem gen pl νέατος uttermost masc/neut gen pl νεά̱των , νεάω plough up pres imperat act 3rd pl νεά̱των , νεάω plough up pres imperat act 3rd dual νεά̱των , νεάω plough up pres imperat act 3rd dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νείατον — νέατος uttermost masc acc sg (epic) νέατος uttermost neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέατον — νέατος uttermost masc acc sg νέατος uttermost neut nom/voc/acc sg νέᾱτον , νεάω plough up pres imperat act 2nd dual (attic) νέᾱτον , νεάω plough up pres ind act 3rd dual (attic) νέᾱτον , νεάω plough up pres ind act 2nd dual (attic) νέᾱτον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεατῷ — νεατός breaking up of fallow land masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεατόν — νεατός breaking up of fallow land masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νειάτη — νέατος uttermost fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”